διάφαση

διάφαση
η (Α διάφασις)
νεοελλ.
η αφυλαξία που προκαλείται από μια κίνηση
αρχ.
1. διαφάνεια
2. (φιλοσ.) διαίσθηση, διόραση («κατ' ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ' Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες διορῶσι τὸν Θεόν», Κλήμ. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάφανσις — διάφανσις, η (Α) διαφάνεια, διάφαση* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”